- χειριστήρας
- οόργανο με το οποίο χειρίζεται κανείς κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειριστήρας — ο, Ν το χειριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρίζω / ομαι + κατάλ. τήρ(ας)*. Η λ., στον λόγιο τ. χειριστήρ, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek